ἀνεξάλειπτα

ἀνεξάλειπτα
ἀνεξάλειπτος
indelible
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δευσοποιός — ο (Α δευσοποιός, όν) ο βαφέας αρχ. Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά 2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο») II. επίρρ. δευσοποιῶς 1. (για βαφή) ανεξίτηλα 2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”